ὀψιμαθῆ

ὀψιμαθῆ
ὀψιμαθής
late in learning
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ὀψιμαθής
late in learning
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ὀψιμαθής
late in learning
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • поздѣоученъ — (1*) пр. Поздно научившийся: аще и състарѣвъ ѹчишисѧ, то не стыдисѧ. ѹне ти ѥсть поздѣѹченѹ [в изд. поздѣ ѹченѹ] нарещисѧ, нежели ненаѹченѹ быти. (ὀψιμαϑῆ) Пч н. XV (1), 56 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • οψιμαθής — ές (Α ὀψιμαθής, ές) αυτός που διδάχθηκε και έμαθε κάτι σε προχωρημένη ηλικία, καθυστερημένα («τῶν γερόντων τοῑς ὀψιμαθέσι», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που εφαρμόζει με άσχημο τρόπο τα όσα έμαθε 2. (με υποτιμητική σημ.) αυτός που επιδιώκει να μάθει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”